- ξεφανερώνω
- 1. κάνω κάτι να γίνει φανερό2. αποκαλύπτω μυστικό, εκμυστηρεύομαι («δεν είναι πόνος να πονεί... σαν την αγάπη την κρυφή, που δεν ξεφανερώνει», δημ. τραγ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ-φανερώνω (αόρ. ἐξ-εφανέρωσα), βλ. και λ. ξ(ε)-].
Dictionary of Greek. 2013.